AlloErgo

Αλλεργική ρινίτιδα

Στον άνθρωπο η μύτη παρά την ασυνήθη εξωτερική της εμφάνιση, επιτελεί ποικιλία λειτουργιών που σχετίζονται με την μοναδική ανατομία της. Είναι γεγονός ότι η μύτη αντιπροσωπεύει συγκριτικά μικρή μόνον περιοχή. Όμως η αλλεργική ρινίτιδα είναι η συχνότερη από όλες τις άλλες αλλεργικές παθήσεις, προσβάλλουσα περισσότερα από 50.000.000 άτομα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. 

Επιδημιολογία

Γενικά η συχνότητα της νόσου σε παγκόσμια βάση κυμαίνεται από 7% έως 12% και κατ' άλλους έως 16%. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι περί του 10% το οποίο θα μπορούσε να μεταφρασθεί σε περίπου 1.000.000 Έλληνες και Ελληνίδες ασθενείς. Τα παιδιά ατοπικών γονέων έχουν 80πλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν αλλεργική ρινίτιδα, ενώ 80% των γονέων με αλλεργική ρινίτιδα έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό αλλεργίας.

Αν και η αλλεργική ρινίτιδα εμφανίζεται κατά κανόνα περί το τέλος της παιδικής ηλικίας, σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας ή και μεταγενέστερα. H αλλεργία θα πρέπει να θεωρείται ως γενετικό νόσημα. Παρά το γεγονός ότι η γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη αλλεργικής ρινίτιδας αποτελεί σημαντικό παράγοντα, απαιτείται και η ευαισθητοποίηση του ατόμου σε ένα ή περισσότερα αλλεργιογόνα.

Η τελευταία είναι δυνατόν να διαρκέσει από λίγους μήνες έως και χρόνια, ενώ τα συμπτώματα εμφανίζονται μετά από κάθε νέα έκθεση του ατόμου στα συγκεκριμένα αλλεργιογόνα. Επειδή πρόκειται για πάθηση που δεν απειλεί τη ζωή του ασθενούς και τα συμπτώματά της όταν είναι ήπια, δεν επιφέρουν τις περισσότερες φορές κοινωνικο-εργασιακές ανωμαλίες, συχνά αγνοείται από τους ασθενείς αλλά και τους ιατρούς.

Όμως, η νοσηρότητα της αλλεργικής ρινίτιδας, από μόνη της ή σε συνδυασμό με το άσθμα ή με τις διάφορες επιπλοκές της, αλλά και οι οικονομικές και κοινωνικές της επιπτώσεις μπορεί να είναι τεράστιες. Έτσι οι Αμερικανοί ξοδεύουν κάθε χρόνο 224.000.000 δολάρια για αμοιβές γιατρών, 297.000.000 δολάρια για αγορά φαρμάκων, ενώ η αλλεργική ρινίτιδα ενοχοποιείται για την απώλεια 2.000.000 σχολικών ωρών και 3.500.000 εργατο-ωρών και τη ζημία 154.000.000 δολαρίων σε ημερομίσθια. Επίσης δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η επίπτωση της αλλεργικής ρινίτιδας στην ποιότητα ζωής των ασθενών!

Παθοφυσιολογία

Όταν κάποια ουσία που προκαλεί αλλεργία (αλλεργιογόνο) εισέλθει στον οργανισμό ατόμου που έχει ήδη ευαισθητοποιηθεί τότε ενεργοποιείται συγκεκριμένος μηχανισμός που ευθύνεται για την πρόκληση των συμπτωμάτων. Έτσι η επαφή του αλλεργιογόνου (πχ. γύρεως) με τα ειδικά κύτταρα που συμμετέχουν στην αλλεργική αντίδραση (σιτεύτηκα κύτταρα) προκαλεί σπάσιμο της μεμβράνης των κυττάρων αυτών και την απελευθέρωση χημικών ουσιών οι οποίες μεταβαίνουν στα όργανα στόχος (πχ. στη μύτη) και προκαλούν την ανάλογη συμπτωματολογία (πχ. φτερνίσματα, καταρροή κλπ).

Αιτιολογικοί παράγοντες

Τα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα είναι εκείνα που κατά κύριο λόγο ευθύνονται για την αλλεργική ρινίτιδα. Στα μικροσκοπικά αυτά, αερομεταφερόμενα σωματίδια περιλαμβάνονται οι γύρεις, τα σπόρια των μυκήτων, τα επιθήλια και τα τριχώματα των παραγωγικών και των κατοικίδιων ζώων και τα ακάρεα της οικιακής σκόνης.

Στους χώρους διαβιώσεως των χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, τα ούρα των ποντικών και τα παράγωγα των κατσαριδών (κόπρανα, δέρματα, αυγά, σίελος) αποτελούν τις κύριες πηγές των αλλεργιογόνων της σκόνης.

Τα αλλεργιογόνα τροφικής προέλευσης (γάλα, αυγά, φιστίκια, δημητριακά, ψάρια, ροδάκινα, μπαχαρικά κ.α.) παίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της αλλεργικής ρινίτιδας, πλην όμως θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη, ιδίως σε νεαρά παιδιά. Αντανακλαστικοί μηχανισμοί και συναισθηματικές επιδράσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα σχετίζονται με τη ρινική λειτουργία.

Έχουν αναφερθεί διάφοροι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αγγειακή διόγκωση και απόφραξη των ρινικών αεραγωγών όπως: αναπνευστικές λοιμώξεις, εισπνοή ερεθιστικών σκονών ή χημικών ατμών, έντονες οσμές και λαμπερά φώτα, ψύχρανση της επιφάνειας του σώματος, έμμηνος ρύση και εγκυμοσύνη, σεξουαλική διέγερση, και καταστάσεις που προκαλούν ψυχικό βρασμό, δυσαρέσκεια και απογοήτευση.

Συμπτώματα

Στα τυπικά συμπτώματα της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας περιλαμβάνονται η ρινική συμφόρηση ή απόφραξη (μπούκωμα), το υδαρές ρινικό έκκριμα (καταρροή), οι παροξυσμικοί πταρμοί και ο κνησμός της ρινός μετά από έκθεση σε γνωστό αλλεργιογόνο. Μερικοί ασθενείς παραπονούνται για κνησμό στο φάρυγγα ή την υπερώα. Η παροχέτευση του περιεχομένου της ρινός στο φάρυγγα έχει ως αποτέλεσμα τις συχνές προσπάθειες καθαρισμού του φάρυγγα (ξηρός χαρακτηριστικός βήχας ή βραχνάδα).

Συχνά την αλλεργική ρινίτιδα συνοδεύουν πονοκέφαλοι, άλγος υπεράνω των παραρρινικών κόλπων, γενικευμένη αδυναμία και καταβολή, ανοσμία και μερικές φορές απώλεια της αίσθησης της γεύσης. Η κλασική εικόνα της αλλεργικής ρινός διαπιστώνεται κατά την κλινική εξέταση: διογκωμένες, υγρές, ωχρές ρινικές κόγχες καλυπτόμενες από στίλβον, διαυγές, ορώδες ή υδαρές έκκριμα.

Περιστασιακά όμως και μετά παρέλευση αρκετών ημερών το έκκριμα μπορεί να γίνει παχύρρευστο και υποκίτρινο. Στη περίπτωση αυτή θα πρέπει να τεθεί η υπόνοια της επιλοίμωξης. Στα κλινικά ευρήματα περιλαμβάνονται επίσης και διάφορα «στίγματα» χαρακτηριστικά της αλλεργίας του ανώτερου αναπνευστικού όπως οι «αλλεργικοί κύκλοι» (allergic shiners), o «αλλεργικός χαιρετισμός», το «αλλεργικό ή αδενοειδές προσωπείο», η «αλλεργική πτυχή», η «γραμμή του Dennie» (ή σημείο Morgan), οι ανωμαλίες της στοματικής κοιλότητας (όπως εφίππευση τομέων οδόντων της άνω γνάθου, στένωση του θόλου της σκληρής υπερώας κ. α.), η γεωγραφική γλώσσα και οι μεγάλες και μαλακές βλεφαρίδες.

Στην εποχική αλλεργική ρινίτιδα τα συμπτώματα αρχίζουν την άνοιξη (περίοδος ανθοφορίας) και συνεχίζονται μέχρι τους μήνες Ιούνιο έως Αύγουστο, ανάλογα με τη φύση των αλλεργιογόνων γύρεων (δένδρα, αγρωστώδη, ζιζάνια) και των κλιματολογικών συνθηκών. Η «καθ' όλον το έτος» αλλεργική ρινίτιδα χαρακτηρίζεται από διαλείπουσα ή συνεχή ρινική συμπτωματολογία, που είναι το αποτέλεσμα αλλεργικής αντίδρασης χωρίς εποχιακή κατανομή.

Aπό μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι πυκνότητα γυρεοκόκκων από 1-10/κυβικό μέτρο αέρος δεν προκαλεί συμπτώματα ενώ 11-25 γύρεις/ κυβικό μέτρο προκαλούν συμπτώματα στο 50% των ευαίσθητων ατόμων. Αντίθετα, πυκνότητα 25 και άνω γυρεοκόκκων ανά κυβικό μέτρο, προκαλούν συμπτώματα στο σύνολο σχεδόν των αλλεργικών ασθενών.

Διάγνωση

Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και στον κλινικο-εργαστηριακό έλεγχο (αλλεργικά tests, RASTs, ολική IgE).

Θεραπεία

Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων και το ιστορικό ο ασθενής λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ("συμπτωματική θεραπεία") και εντάσσεται σε πρόγραμμα υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας. Η τελευταία αποτρέπει πιθανή εξέλιξη της αλλεργικής ρινίτιδας σε αλλεργικό βρογχικό άσθμα (πιθανότητα: ~35%).


Αλλεργικές παθήσεις των οφθαλμών

H επιπεφυκίτιδα είναι μια οξεία ή χρόνια φλεγμονή, λοιμώδους ή μη λοιμώδους αιτιολογίας η οποία προσβάλλει τον επιπεφυκότα και χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα των οφθαλμών, διακρύρροια, οφθαλμικό έκκριμα και κνησμό. Οι εκδηλώσεις της επιπεφυκίτιδας ποικίλουν από ήπιες έως σοβαρές και από αυτοπεριοριζόμενες έως προοδευτικά επεκτεινόμενες. Συχνά την αλλεργική ρινίτιδα συνοδεύει και επιπεφυκίτιδα.


Εποχική αλλεργική επιπεφυκίτιδα

Στην εποχική αλλεργική επιπεφυκίτιδα οι εκδηλώσεις είναι αμφοτερόπλευρες και εκδηλώνονται αιφνιδίως κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου του έτους [συνήθως Άνοιξη]. Η επιπεφυκίτιδα, αν και άλλοτε άλλης σοβαρότητας, μπορεί να διαρκέσει λίγες εβδομάδες και να υφεθεί αυτομάτως. Σχετίζεται συνήθως με την εποχική παρουσία των αλλεργιογόνων και στις περισσότερες περιπτώσεις, ενοχοποιούνται οι γύρεις των φυτών. Η κατάσταση αυτή μπορεί [συνηθέστατα] να συνυπάρχει με αλλεργική ρινίτιδα. Οι ασθενείς παραπονιούνται για αιφνίδια έναρξη κνησμού και αισθήματος καψίματος σε αμφοτέρους τους οφθαλμούς. Παράλληλα, συνυπάρχει δακρύρροια και υδαρές έκκριμα. Η κατάσταση παρατηρείται συχνά σε νεαρούς ενήλικες και μόνον περιστασιακά σε παιδιά και ηλικιωμένους ασθενείς. Η επιπεφυκίτιδα τείνει να εμφανίζεται κάθε χρόνο, με παρόμοια χρονική διάρκεια και πορεία.
 
Τυπικά σημεία της παθήσεως είναι η αιφνίδια έως μετρίου βαθμού υπεραιμία (ερυθρότητα) και το οίδημα του επιπεφυκότος που συνοδεύονται από δακρύρροια. Τυπικά ο κερατοειδής δεν συμμετέχει και δεν επηρεάζεται η οπτική οξύτητα. Συχνά συνυπάρχει συμπτωματολογία αλλεργικής ρινίτιδας.

Εάν η επιπεφυκίτιδα συνυπάρχει με ρινίτιδα ακολουθείται η διαδικασία αναγνωρίσεως των εξωγενών αλλεργιογόνων μέσω των δερματικών δοκιμασιών δια νυγμού (αλλεργικά tests)(1). Όταν η διάγνωση είναι αμφίβολη απαιτούνται πρόσθετες εξετάσεις (κυτταρολογική εξέταση οφθαλμικού εκκρίματος, πρόκληση επιπεφυκότος με αλλεργιογόνα, επίπεδα ολικής ανοσοσφαιρίνης E στα δάκρυα). Από την υπάρχουσα εμπειρία, όταν η επιπεφυκίτιδα δεν συνυπάρχει με ρινίτιδα, ο γενικός και ο ειδικός αλλεργιολογικός έλεγχος αποβαίνουν συνήθως αρνητικοί.

Επειδή πρόκειται για αυτοπεριοριζομένη νόσο ενδείκνυνται συμβατικά μέτρα αντιμετωπίσεως. Το συχνό πλύσιμο των ματιών και η τοποθέτηση κρύων επιθεμάτων (κομπρεσών) βοηθούν στις περισσότερες περιπτώσεις. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση φαρμάκων που σταθεροποιούν τα σιτευτικά κύτταρα (πριν και κατά τη διάρκεια της εποχής των συμπτωμάτων) ή τοπικών Η1-αντιισταμινικών. Επί εποχικής αλλεργικής επιπεφυκίτιδας δεν ενδείκνυται η χορήγηση οφθαλμικών σταγόνων κορτικοστεροειδών.


Ολοετής αλλεργική επιπεφυκίτιδα

Η "ολοετής" αλλεργική επιπεφυκίτιδα προσομοιάζει με την εποχική αλλεργική επιπεφυκίτιδα με την εξαίρεση ότι τα σημεία και τα συμπτώματα της νόσου εκδηλώνονται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους ως χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχουν και εποχικές εξάρσεις. Η νόσος συχνά συσχετίζεται με ευαισθησία σε περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα όπως τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, τα επιθήλια των ζώων κ.α. Η κατάσταση αυτή είναι πιο συχνή σε νεαρούς ενήλικες. Η συμπτωματολογία είναι παρόμοια με εκείνη της εποχιακής αλλεργικής επιπεφυκίτιδας με κύρια συμπτώματα το αίσθημα καψίματος, τον κνησμό, τη δακρύρροια και περιστασιακά, το βλεννώδες έκκριμα. Παρατηρούνται ήπια υπεραιμία, οίδημα και βλεννώδες έκκριμα. Σπανίως προσβάλλεται ο κερατοειδής ενώ η οπτική οξύτητα δεν επηρεάζεται.

Σε ήπιες περιπτώσεις, πρέπει να εφαρμόζονται συμβατικά μέτρα (ψυχρές κομπρέσες σε τακτά χρονικά διαστήματα και οφθαλμικά λιπαντικά κατά τη διάρκεια των περιόδων εξάρσεως). Η περιοδική χρήση τοπικών αγγειοσυσπαστικών ουσιών ή τοπικών αντιισταμινικών μπορεί να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση.

Σε σοβαρές περιπτώσεις ολοετούς αλλεργικής επιπεφυκίτιδος ενδείκνυται η χορήγηση σταθεροποιητών των σιτευτικών κυττάρων. Οταν χορηγούνται φάρμακα αυτού του είδους, η ρύθμιση της συχνότητος ενσταλλάξεως των οφθλαμικών σταγόνων είναι σημαντική και πρέπει να γίνεται αναλόγως της βαρύτητας των κλινικών συμπτωμάτων. Πρέπει να αποφεύγονται οι οφθαλμικές σταγόνες που περιέχουν κορτικοστεροειδή.


Εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα

Πρόκειται για κατάσταση η οποία απαντάται σχεδόν αποκλειστικά σε παιδιά και νεαρούς εφήβους. Πολύ σπάνια η εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα εκδηλώνεται σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 15 ετών. Τα αγόρια προσβάλλονται συχνότερα από τα κορίτσια και η νόσος είναι συχνότερη στις χώρες της Μεσογείου αν και μπορεί να παρατηρηθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου.

Η εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα αποτελεί σοβαρή μορφή χρόνιας αλλεργικής επιπεφυκίτιδος με περιοδικές εξάρσεις των κλινικών συμπτωμάτων ιδίως κατά τη διάρκεια της ανοίξεως (εξ ού και ο όρος "εαρινός κατάρρους"). Δεν διαπιστώνεται η συμμετοχή κάποιου ειδικού αλλεργιογόνου αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι "γύρεις" μπορεί να προκαλέσουν έξαρση της νόσου. Στους ασθενείς και στις οικογένειές τους έχει παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα υπάρξεως και άλλων αλλεργικών παθήσεων ενώ η συχνότητα προκλήσεως "κερατοκώνου" είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Το συχνότερο σύμπτωμα της εαρινής κερατοεπιπεφυκίτιδος είναι ο σοβαρός κνησμός. Συνυπάρχει ορώδες ή βλεννώδες έκκριμα το οποίο είναι ιδιαίτερα εμφανές κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν δυσκολία να ανοίξουν τα μάτια τους και μέτρια έως σοβαρού βαθμού υπεραιμία και χύμωση του επιπεφυκότος και γιγαντιαία υπερτροφία των θηλών (σαν "πλακόστρωτο", "καλντερίμι"). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει εξαιρετική φωτοφοβία ακόμη και σε ελάχιστο φως. Η φωτοφοβία συνοδεύεται από έντονη δακρύρροια και συχνά οι ασθενείς είναι σε κατάσταση προσωρινής αναπηρίας. Η οπτική οξύτητα επηρεάζεται σχεδόν πάντα κατά τη διάρκεια των οξειών φάσεων. Η έκπτωση της οπτικής οξύτητας είναι γενικά αναστρέψιμη εκτός εάν εκδηλωθούν επιπλοκές από τον κερατοειδή.
 
Όταν η διάγνωση είναι αμφίβολη, η εξέταση των ξυσμάτων του επιπεφυκότος δείχνει την παρουσία αυξημένου αριθμού ηωσινοφίλων. Προς αποκλεισμόν πιθανών λοιμώξεων απαιτείται η καλλιέργεια του οφθαλμικού εκκρίματος ενώ η παρουσία αυξημένων επιπέδων IgE στα δάκρυα σε σύγκριση με τον ορό και αυξημένων επιπέδων ισταμίνης, μπορεί να είναι ενδεικτική εαρινής κερατοεπιπεφυκίτιδος. Οι ήπιες περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με συμβατικό τρόπο για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εδώ, η χρήση οφθαλμικών λιπαντικών μπορεί να συνεισφέρει στη μείωση της ποσότητος του εκκρίματος και τα ψυχρά επιθέματα στον έλεγχο του κνησμού. Η χορήγηση βλεννολυτικών παραγόντων όπως η ακετυλκυστεϊνη μπορεί να βοηθήσει στην απομάκρυνση των κολλωδών εκκρίσεων. Τα τοπικά αντιισταμινικά, τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και τα σταθεροποιητικά των σιτευτικών κυττάρων φάρμακα μπορεί να έχουν προσωρινά ανακουφιστικά αποτελέσματα και πρέπει να χορηγούνται αμέσως σε ήπια και μετρίας σοβαρότητας περιστατικά.

Στους ασθενείς με πιό σοβαρή συμπτωματολογία χορηγούνται κορτικοστεροειδή υπό μορφή οφθαλμικών σταγόνων. Σε σοβαρές, ανθεκτικές περιπτώσεις, η χορήγηση κορτικοστεροειδών από το στόμα για μικρό χρονικό διάστημα μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος της νόσου και να αποφευχθεί η μη αναστρέψιμη βλάβη του κερατοειδούς και ο σχηματισμός ουλών. Η χορήγηση κυκλοσπορίνης Α έχει αποδειχθεί αποτελεσματική ακόμη και στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις και μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική λύση των κορτικοστεροειδών. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να επιχειρηθεί η μικρο-χειρουργική αφαίρεση των γιγαντιαίων θηλών. Επί σοβαρής ουλοποιήσεως μπορεί να απαιτηθεί μεταμόσχευση κερατοειδούς.

 

Βλεφαροεπιπεφυκίτιδα εξ επαφής

Υπό τον όρο αυτό ταξινομούνται διάφορες αιτίες επιπεφυκίτιδας συμπεριλαμβανομένων, πρωτίστως, των οξειών αλλεργικών και τοξικών αντιδράσεων στις διάφορες οφθαλμικές σταγόνες, καλλυντικά και μετά από νυγμούς εντόμων. Συνήθως αναφέρεται έντονος κνησμός, αίσθημα καψίματος, ενοχλητική δακρύρροια και οίδημα των βλεφάρων το οποίο είναι ιδιαίτερα έντονο ύστερα από νυγμό εντόμου.

Το λεπτομερές ιστορικό αποτελεί την πιο σημαντική διαδικασία αναγνωρίσεως του αλλεργικού ή τοξικού αιτίου. Η αποφυγή του αιτιολογικού παράγοντα είναι και η θεραπεία της βλεφαροεπιπεφυκίτιδας εξ επαφής. Σε μακροχρόνιες περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει η τοποθέτηση ψυχρών επιθεμάτων ενώ μπορεί να καταστεί αναγκαία η χορήγηση οφθαλμικών σταγόνων κορτικοστεροειδών προς ανακούφιση των οξέων σημείων και συμπτωμάτων.

Επιπεφυκίτιδα επί εδάφους ατοπικής δερματίτιδας

Αφορά τους περισσοτέρους ασθενείς ηλικίας 20 έως 50 ετών με ιστορικόν ατοπικής δερματίτιδας. Η προσβολή του κερατοειδούς και η πρόκληση κερατοεπιπεφυκίτιδος αποτελεί σοβαρή επιπλοκή. Μια άλλη επιπλοκή είναι ο σχηματισμός υποκαψικού καταρράκτου ο οποίος παρατηρείται σε ποσοστό 10-25% των εν λόγω ασθενών. Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι ο κνησμός, το αίσθημα του καψίματος και η δακρύρροια. Έκπτωση της οπτικής οξύτητας μπορεί να συνυπάρχει επί προσβολής τους κερατοειδούς και/ ή σχηματισμού προσθίου/ οπισθίου υποκαψικού καταρράκτου.

Η απομάκρυνση των υπευθύνων αλλεργιογόνων, όταν αυτό είναι δυνατόν, μπορεί να απαλύνει τα συμπτώματα και να αποβεί θεραπευτική σε ορισμένες περιπτώσεις. Επί χρόνιων συμπτωμάτων μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση οφθαλμικών σταγόνων κορτικοστεροειδών. Λόγω της χρονιότητος της καταστάσεως και της τάσεως για πρώιμη ανάπτυξη καταρράκτη, τα κοστρικοστεροειδή πρέπει να χορηγούνται μετά προσοχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις εκπτώσεως της οπτικής οξύτητας μπορεί να απαιτηθεί πρώιμη χειρουργική αντιμετώπιση του καταρράκτη.


Σύνδρομο Stevens-Johnson

Τα πρόδρομα σημεία του πυρετού, της αδυναμίας, της εξαντλήσεως και της αναπνευστικής νόσου μπορεί να προηγούνται της προσβολής του δέρματος και των βλεννογόνων. Κατά τη διάρκεια της οξείας φάσεως, η διόγκωση των βλεφάρων είναι έκδηλη και συνοδεύεται από ελκοποίηση, σχηματισμό εσχαρών και αιματηρό εξίδρωμα των χειλιών και του στοματικού βλεννογόνου. Σε δεύτερο χρόνο, η καταρροϊκή επιπεφυκίτιδα με το σχηματισμό ψευδομεμβρανών και μεμβρανών ακολουθείται από ουλοποίηση του βλεφαρικού και του βολβικού επιπεφυκότος. Στις περισσότερο σοβαρές περιπτώσεις η ουλοποιητική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.

Το τυπικό αναμνηστικό ιστορικό περιλαμβάνει ένα πρόδρομο στάδιο πυρετού ύστερα από τη λήψη φαρμάκων (βαρβιτουρικών, σουλφοναμιδών, ασπιρίνης). Σε ορισμένες περιπτώσεις ο πρώιμος ερεθισμός του επιπεφυκότος και το έκδηλο έκκριμα μπορεί να υφεθούν αυτομάτως. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθούν με τη μορφή μεμβρανών, ουλοποιήσεως και συμμετοχής του κερατοειδούς. H διαταραχή της φυσιολογικής αρχιτεκτονικής των βλεφάρων λόγω του σχηματισμού συμβλεφάρου, η μειωμένη έκκριση δακρύων και ο συνδυασμός ουλοποιήσεως και νεοαγγειοποιήσεως στον κερατοειδή χιτώνα οδηγούν σε εκσεσημασμένη διαταραχή της οπτικής οξύτητας. Το ιστορικό (οξεία πρόδρομη, εμπύρετη φάση) και η εν συνεχεία εκδήλωση οφθαλμικών και δερματικών βλαβών σε νεαρό ασθενή οδηγούν προς τη διάγνωση του συνδρόμου Stevens-Johnson.

Η βιοψία του επιπεφυκότος και/ ή του δέρματος πρέπει να υποβληθεί σε ανοσοϊστοχημική επεξεργασία προκειμένου να αναγνωρισθούν οι εναποθέσεις των ανοσοσφαιρινών (IgG, IgM) και των πρωτεϊνών του συστήματος του συμπληρώματος (C3, C4) στα τοιχώματα των αγγείων ενώ απουσιάζουν ή είναι ελάχιστες στη ζώνη της βασικής μεμβράνης. Επί του παρόντος δεν υπάρχει κάποια τοπική ή συστηματική θεραπεία η οποία να έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική. Έτσι η θεραπεία είναι κυρίως συμπτωματική (τεχνητά δάκρυα, οφθαλμικά λιπαντικά και κορτικοστεροειδή). Μπορούν επίσης να τοποθετηθούν μαλακοί φακοί επαφής προς αποφυγήν της ουλοποιήσεως του κερατοειδούς.


Iατρογενής επιπεφυκίτιδα

Πρόκειται για επιπεφυκίτιδα η οποία προκαλείται κατά τη χορήγηση τοπικής ή συστηματικής φαρμακευτικής αγωγής, η οποία μπορεί να σχετίζεται ή να μη σχετίζεται με την παρουσία κάποιου οφθαλμικού προβλήματος και αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

      1)       επιπεφυκίτιδα προκαλούμενη από τοπικά φάρμακα,

      2)       επιπεφυκίτιδα προκαλούμενη από συστηματικώς χορηγούμενα φάρμακα,

      3)       επιπεφυκίτιδα προκαλούμενη από ξένο σώμα (π χ. φακοί επαφής, ράμματα) και

      4)       επιπεφυκίτιδα από διάφορα αίτια (π χ. μετά από εμβολιασμό)